ταπί, ως επίρρ. [<τουρκ. tabi (= νικημένος, υποτελής) ή από το γαλλ. tapis! (= τα ρέστα μου!)], χωρίς λεφτά. (Λαϊκό τραγούδι: κι αν έχω μείνει ρέστος και ταπί, μ’ ένα φιλί παρηγόραμε κι εσύ
- είμαι ταπί ή έμεινα ταπί, έμεινα χωρίς χρήματα, επειδή τα ξόδεψα όλα για κάποιο σκοπό, ιδίως επειδή τα έχασα σε κάποιο τυχερό παιχνίδι, χαρτοπαίγνιο ή μπαρμπούτι: «είχα τέτοια γκαντεμιά στο παιχνίδι, που μέσα σε λίγη ώρα έμεινα ταπί || έκανα τόσα έξοδα στο γάμο της κόρης μου, που έμεινα ταπί». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το και ψύχραιμος·
- … και ταπί, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) λέγεται στην περίπτωση που ο παίχτης ποντάρει τα τελευταία του χρήματα: «ποντάρω δέκα χιλιάδες και ταπί»·
- μ’ άφησαν ταπί, μου κέρδισαν όλα τα χρήματά μου σε κάποιο τυχερό παιχνίδι, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο: «δε σταύρωσα καλό φύλλο σ’ όλο το παιχνίδι και μέσα σε λίγη ώρα μ’ άφησαν ταπί». (Λαϊκό τραγούδι: κάτσε καλά, κάτσε καλά, θα σ’ αφήσουν ταπί,κυρ Αντρέα, πι και φι, βάλε μυαλά κι έχεις παιδιά). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το και ψύχραιμος·